Εγκυμοσύνη σε ασθενείς με καρκίνο του μαστού και μεταλλάξεις BRCA
Η εγκυμοσύνη μετά τη θεραπεία για καρκίνο του μαστού σε γυναίκες με μεταλλάξεις των γονιδίων BRCA είναι ασφαλής, με εξαιρετική έκβαση της εγκυμοσύνης και χωρίς αύξηση της υποτροπής του καρκίνου, σύμφωνα με μελέτη που δημοσιεύτηκε στο Journal of Clinical Oncology.
Η απόκτηση παιδιών αποτελεί προτεραιότητα για πολλές νεαρές γυναίκες με πρόσφατα διαγνωσμένο καρκίνο του μαστού. Αν και η εγκυμοσύνη μετά τον καρκίνο του μαστού δεν αυξάνει τον κίνδυνο υποτροπής, υπήρχαν πολύ περιορισμένα δεδομένα για τις ασθενείς με μεταλλάξεις BRCA.
Ο στόχος αυτής της διεθνούς, πολυκεντρικής, αναδρομικής μελέτης ήταν να εξεταστεί η επίδραση της εγκυμοσύνης στον καρκίνο του μαστού και στα αναπαραγωγικά αποτελέσματα σε ασθενείς με μεταλλάξεις των γονιδίων BRCA.
Οι γυναίκες αυτές είχαν θεωρητικά αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης επιπλοκών της εγκυμοσύνης ή απόκτησης νεογνών με συγγενείς ανωμαλίες λόγω της προηγούμενης έκθεσης σε αντινεοπλασματικούς παράγοντες.
Οι ερευνητές μελέτησαν το αναπαραγωγικό αποτέλεσμα από 1.252 γυναίκες με μεταλλάξεις των γονιδίων BRCA, ηλικίας έως 40 ετών όταν διαγνώστηκαν με διηθητικό καρκίνο του μαστού σταδίου I-III, στο διάστημα από τον Ιανουάριο του 2000 έως τον Δεκέμβριο του 2012.
Από αυτές 811 γυναίκες (65%) είχαν μεταλλάξεις του BRCA1, 430 (34%) είχαν μεταλλάξεις του BRCA2 και 11 είχαν μεταλλάξεις και των δυο.
Από τις γυναίκες αυτές 195 έμειναν έγκυες κατά μέσο όρο 4,5 χρόνια μετά από τη διάγνωση του καρκίνου του μαστού, με το 44,6% να συλλαμβάνουν μετά την πενταετία.
Η μέση ηλικία τους κατά την εγκυμοσύνη ήταν τα 35,7 χρόνια.
Η συχνότητα των αποβολών ήταν 10,3%, που είναι χαμηλότερο από το αναμενόμενο για το γενικό πληθυσμό.
16 γυναίκες (8,2%) προχώρησαν σε διακοπή της εγκυμοσύνης. Οι λόγοι που οδήγησαν στη διακοπή της εγκυμοσύνης δεν αναλύθηκαν, αλλά το ποσοστό αυτό είναι χαμηλότερο συγκριτικά με αποτελέσματα προηγούμενων μελετών. Αυτό πιθανώς αντικατοπτρίζει το γεγονός ότι μια εγκυμοσύνη σε γυναίκες με ιστορικό καρκίνου του μαστού γίνεται περισσότερο αποδεκτή με το πέρασμα του χρόνου και με την αυξανόμενη συσσώρευση δεδομένων ότι ένας τερματισμός μιας εγκυμοσύνης δε θα βελτιώσει την έκβαση των γυναικών αυτών.
Από τις 150 γυναίκες που γέννησαν 170 νεογνά, επιπλοκές κατά τον τοκετό παρατηρήθηκαν σε 13 (11,6%) και συγγενείς ανωμαλίες σε 2 νεογνά (1,8%) ποσοστά που ήταν χαμηλότερα από το αναμενόμενα για τον γενικό πληθυσμό (17% και 3% αντίστοιχα).
Η συχνότητα του προώρου τοκετού (πριν από τις 37 εβδομάδες) ήταν 9,2%, που είναι η αναμενόμενη για το γενικό πληθυσμό.
Όσον αφορά την επιβίωση ελεύθερη νόσου, αλλά και τη συνολική επιβίωση, χρησιμοποιήθηκαν ως ομάδα ελέγχου 528 γυναίκες που δεν είχαν μείνει έγκυες, με αντίστοιχα χαρακτηριστικά όσον αφορά την ηλικία της διάγνωσης, τη διασπορά σε λεμφαδένες, την ύπαρξη ορμονικών υποδοχέων και των τύπο της μετάλλαξης του BRCA.
Περισσότερο από 80% των γυναικών είχαν καρκίνωμα των πόρων και το 90% ήταν HER2-αρνητικές.
Στην ομάδα των γυναικών που έμειναν έγκυες, ήταν περισσότερες αυτές που είχαν όγκους διαμέτρου μέχρι 2 εκατοστών (47,2% έναντι 40,9%) και είχαν υποβληθεί σε επεμβάσεις διατήρησης του μαστού (59% έναντι 45,9%).
Χημειοθεραπεία είχε λάβει το 95,3% των γυναικών και περισσότερο του 90% των γυναικών είχαν λάβει ορμονοθεραπεία με συχνότερη την ταμοξιφαίνη μεταξύ των γυναικών που δεν έμειναν έγκυες και ταμοξιφαίνη σε συνδυασμό με με αγωνιστές της GnRH.
Από τη σύγκριση των δυο ομάδων δε διαπιστώθηκε στατιστικά σημαντική διαφορά ανάμεσα στις γυναίκες που έμειναν έγκυες και σε αυτές που δεν έμειναν, όσον αφορά την επιβίωση ελεύθερη νόσου αλλά και τη συνολική επιβίωση, για ένα μέσο διάστημα παρακολούθησης 8,3 ετών.
Οι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η εγκυμοσύνη μετά από καρκίνο του μαστού σε ασθενείς με μεταλλάξεις BRCA είναι ασφαλής χωρίς εμφανή επιδείνωση της πρόγνωσης της μητέρας και χωρίς αρνητική επίδραση στην έκβαση της κύησης.
Σχετικά θέματα: