Κυτταρομεγαλοϊός και εγκυμοσύνη

Κυτταρομεγαλοϊός και εγκυμοσύνη

Τι είναι ο κυτταρομεγαλοϊός (CMV);
Η συγγενής λοίμωξη από κυτταρομεγαλοϊό είναι η πιο συχνή συγγενής λοίμωξη και μπορεί να προκαλέσει σοβαρές επιπλοκές στο έμβρυο.


Ο κυτταρομεγαλοϊός (CMV) είναι ένας κοινός ιός που ανήκει στην οικογένεια των ερπητοϊών. Οι ιοί αυτοί έχουν το κοινό χαρακτηριστικό να παραμένουν σε λανθάνουσα κατάσταση στο σώμα του ανθρώπου για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Η λοίμωξη από τον κυτταρομεγαλοϊό στην εγκυμοσύνη μπορεί να προκαλέσει λοίμωξη του εμβρύου, με αποτέλεσμα την εμφάνιση προβλημάτων στο νεογνό. Η περιγεννητική λοίμωξη από κυτταρομεγαλοϊό αποτελεί το κύριο μη γενετικό αίτιο κώφωσης. Υπολογίζεται ότι περίπου 0,5% έως 1,3% των παιδιών που γεννιούνται έχουν προσβληθεί ενδομήτρια από κυτταρομεγαλοϊό. Μερικά από τα παιδιά που θα προσβληθούν μπορεί να μην εμφανίσουν κανένα πρόβλημα, ενώ μερικά μπορεί να έχουν σοβαρές αναπηρίες ή και να πεθάνουν.

Τι ονομάζουμε συγγενή λοίμωξη;
Συγγενής λοίμωξη ονομάζεται κάθε λοίμωξη που μεταδίδεται από τη μητέρα στο νεογνό είτε κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης (όπως η λοίμωξη από κυτταρομεγαλοϊο, ερυθρά, τοξόπλασμα κ.α.) είτε κατά τον τοκετό (όπως η ηπατίτιδες, ο HIV κ.α.)

Υπάρχουν κίνδυνοι αν νοσήσω από κυτταρομεγαλοϊό στη διάρκεια της εγκυμοσύνης;
Οι επιπτώσεις της λοίμωξης από κυτταρομεγαλοϊό εξαρτώνται από το αν είχατε προσβληθεί από κυτταρομεγαλοϊό και στο παρελθόν, αλλά και από την ηλικία της κύησης όταν θα συμβεί η λοίμωξη. Οι κίνδυνοι είναι μεγαλύτεροι αν δεν είχατε νοσήσει στο παρελθόν, όπως και αν η λοίμωξη συμβεί στην αρχή της εγκυμοσύνης.
Περίπου 30-50% των γυναικών δεν έχουν προσβληθεί ποτέ από κυτταρομεγαλοϊό. Για το λόγο αυτό δεν έχουν προστατευτικά αντισώματα κατά του ιού. Περίπου 1% έως 4% των γυναικών θα μολυνθούν από τον κυτταρομεγαλοϊό κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Η λοίμωξη αυτή συνήθως δεν προκαλεί συμπτώματα στη μητέρα, αλλά μπορεί να προκαλέσει λοίμωξη του εμβρύου στο 30% έως 50% των περιπτώσεων.
Στις εγκυμοσύνες που θα συμβεί λοίμωξη του εμβρύου, μόνο 10% έως 15% των νεογνών θα είναι συμπτωματικά κατά τη γέννηση. Τα νεογνά μπορεί να παρουσιάζουν μικροκεφαλία, ίκτερο (κιτρίνισμα του δέρματος), δερματικά εξανθήματα, διογκωμένο συκώτι και σπλήνα. Αυτά τα νεογνά έχουν κακή πρόγνωση, καθώς περίπου 80% αυτών θα παρουσιάσει σοβαρές νευρολογικές επιπλοκές. Όμως μπορεί να υπάρχουν κίνδυνοι και για ένα μωρό που είναι ασυμπτωματικό κατά τη γέννηση. Μέχρι και το 25% των νεογνών που δεν παρουσιάζουν συμπτώματα κατά τη γέννηση μπορεί να αναπτύξει επιπλοκές μέχρι και την ηλικία των 2 ετών. Τα προβλήματα που μπορεί να εκδηλωθούν περιλαμβάνουν προοδευτική κώφωση, σπαστική τετραπληγία, μικροκεφαλία, διανοητική καθυστέρηση, σπασμούς ή και θάνατο.

Ο κίνδυνος από τον κυτταρομεγαλοϊό είναι ο ίδιος σε όλα τα στάδια της εγκυμοσύνης;
Η πιθανότητα μετάδοσης της λοίμωξης στο έμβρυο αυξάνει όσο προχωράει η εγκυμοσύνη. Σε μια γυναίκα που θα μολυνθεί στο πρώτο τρίμηνο η πιθανότητα μετάδοσης στο έμβρυο είναι 30%, ενώ αν η μόλυνση συμβεί στο τρίτο τρίμηνο, η πιθανότητα μετάδοσης φτάνει στο 70%. Όμως όσο αργότερα στη διάρκεια της κύησης συμβεί η λοίμωξη, τόσο μικρότερη είναι η πιθανότητα εμφάνισης σοβαρών επιπλοκών.

Υπάρχουν κίνδυνοι αν συμβεί υποτροπή της λοίμωξης από κυτταρομεγαλοϊό στη διάρκεια της εγκυμοσύνης;
Υποτροπή της λοίμωξης από κυτταρομεγαλοϊό μπορεί να συμβεί ακόμη και αν η μητέρα είχε νοσήσει στο παρελθόν από κυτταρομεγαλοϊό . Ο κίνδυνος λοίμωξης του εμβρύου είναι πολύ χαμηλότερες σε εγκύους που εμφανίζουν υποτροπή της λοίμωξης από κυτταρομεγαλοϊό. Περίπου 8% των νεογνών που γεννιούνται από μητέρες που είχαν υποτροπή της λοίμωξης στη διάρκεια της εγκυμοσύνης μπορεί να αναπτύξουν απώλεια ακοής, φλεγμονή των ματιών και άλλες ήπιες νευρολογικές διαταραχές μέχρι την ηλικία των 2 ετών και έως 14% μέχρι την ηλικία των 5 ετών.

Πως γίνεται η διάγνωση της λοίμωξης από κυτταρομεγαλοϊό;
Η διάγνωση της λοίμωξης από κυτταρομεγαλοϊό γίνετε μέσω εξέτασης αίματος με την οποία ελέγχεται η παρουσία αντισωμάτων έναντι του κυτταρομεγαλοϊού. Τα αποτελέσματα μπορούν να μας δείξουν αν η έγκυος έχει ήδη ανοσία έναντι του κυτταρομεγαλοϊού από λοίμωξη που συνέβει στο παρελθόν ή αν έχει πρόσφατη λοίμωξη.

Αιμοληψία

Πως γίνεται η διάγνωση της λοίμωξης του εμβρύου από τον κυτταρομεγαλοϊό;
Η διάγνωση της εμβρυϊκής λοίμωξης γίνεται με αμνιοπαρακέντηση και με αναζήτηση αντισωμάτων στο αμνιακό υγρό. Η εξέταση μπορεί να μας δείξει αν υπάρχει ή όχι λοίμωξη του εμβρύου από τον κυτταρομεγαλοϊό, αλλά δε μπορεί να μας δώσει πληροφορίες για τη βαρύτητα της λοίμωξης ή για τους κινδύνους που διατρέχει το έμβρυο.

Αμνιοπαρακέντηση

Πως μεταδίδεται ο κυτταρομεγαλοϊός;
Ο κυτταρομεγαλοϊός βρίσκεται στο σάλιο, στα ούρα, στο αίμα, στο σπέρμα, στα κολπικά υγρά, στα κόπρανα και στο μητρικό γάλα των μολυσμένων ατόμων.
Μπορεί να μεταδοθεί:

  • Με άμεση επαφή, όπως φίλια, σεξουαλική επαφή.
  • Με τις αναπνευστικές εκκρίσεις (π.χ. βήχας, σταγονίδια).
  • Με το μητρικό γάλα κατά το θηλασμό στο νεογέννητο,
  • Κατά τον τοκετό με την επαφή του νεογνού με το αίμα και τις κολπικές εκκρίσεις της μητέρας.
  • Με έμμεση επαφή: όταν τα χέρια μολύνονται από ούρα, σάλιο ή ιδρώτα και στη συνέχεια έρχονται σε επαφή με τα μάτια ή το στόμα ή τη μύτη. Αυτός είναι ο συνήθης τρόπος μετάδοσης σε εγκύους που περιποιούνται μικρά παιδιά που έχουν μολυνθεί και τα οποία είναι συνήθως ασυμπτωματικά.
  • Από την έγκυο στο έμβρυο, δια μέσου του πλακούντα.
  • Με μετάγγιση αίματος ή μεταμοσχεύσεις.

Αν μολυνθώ από κυτταρομεγαλοϊό, μπορεί να προληφθεί η λοίμωξη του εμβρύου;
Δυστυχώς, δεν υπάρχει θεραπεία που να είναι αποτελεσματική για την πρόληψη ή την αντιμετώπιση της συγγενούς λοίμωξης από κυτταρομεγαλοϊό. Μελέτες έχουν δείξει ότι η χρήση αντισωμάτων κατά του κυτταρομεγαλοϊού (ανοσοσφαιρίνης) βελτιώνει την έκβαση του εμβρύου. Η χρήση αντιικών φαρμάκων δεν έχει δείξει κανένα όφελος και επιπλέον δεν είναι τεκμηριωμένη η ασφάλεια τους στη διάρκεια της κύησης.

Πως μπορώ να αποφύγω τη λοίμωξη από κυτταρομεγαλοϊό, όταν είμαι έγκυος;
Δεν υπάρχει μέχρι σήμερα διαθέσιμο εμβόλιο για τον ιό.

Η σχολαστική τήρηση των κανόνων υγιεινής μπορεί να ελαχιστοποιήσει τον κίνδυνο λοίμωξης και αποτελεί το μόνο και σημαντικότερο τρόπο πρόληψης: 

  • Πλύσιμο χεριών με σαπούνι και νερό για τουλάχιστον 20 δευτερόλεπτα μετά από επαφή με πάνες ή στοματικές εκκρίσεις. (Οδηγίες για το σωστό πλύσιμο των χεριών και τη χρήση γαντιών)
  • Αποφυγή φιλιών στο πρόσωπο σε παιδιά μικρότερα των 6 ετών
  • Αποφυγή χρήσης κοινών σκευών με μικρά παιδιά κατά την κατανάλωση φαγητών ή ποτών

Σχετικά θέματα: