Μειωμένη λίμπιντο

Μειωμένη λίμπιντο

Η χαμηλή λίμπιντο (libido) είναι η μειωμένη σεξουαλική επιθυμία και μπορεί να επηρεάσει τόσο τους άνδρες όσο και τις γυναίκες.

Δεν είναι ασυνήθιστο το ενδιαφέρον ενός ατόμου για σεξ να παρουσιάζει διακυμάνσεις σε διαφορετικές περιόδους της ζωής του λόγω ορμονικών αλλαγών, ηλικίας και άγχους.

Η σεξουαλική επιθυμία όλων είναι διαφορετική και δεν υπάρχει «φυσιολογική» λίμπιντο. Ωστόσο, η έλλειψη επιθυμίας για σεξ μπορεί να είναι είναι ενοχλητική και να αποτελεί σημαντικό πρόβλημα εάν προκαλεί άγχος, αν επηρεάζει τη γενική ευημερία ενός ατόμου ή αν οδηγεί σε άγχος για τη σχέση του.

Ποια είναι τα αίτια της μειωμένης λίμπιντο;

Η χαμηλή λίμπιντο μπορεί να έχει ως αιτία μια υποκείμενη πάθηση ή μπορεί να οφείλεται σε παράγοντες που σχετίζονται με τον τρόπο ζωής.

Χρόνιες παθήσεις
Αρκετές χρόνιες ασθένειες και ασθένειες μπορούν να επηρεάσουν τη σεξουαλική λειτουργία. Σε αυτές περιλαμβάνονται:

  • Σακχαρώδης διαβήτη: Τα υψηλά επίπεδα σακχάρου στο αίμα μπορούν να προκαλέσουν βλάβη σε αγγεία και νεύρα. Αυτά τα αποτελέσματα μπορεί να οδηγήσουν σε στυτική δυσλειτουργία στους άνδρες και σε μειωμένη ροή αίματος στα γεννητικά όργανα στις γυναίκες. Οι γυναίκες με διαβήτη μπορεί επίσης να παρουσιάζουν συχνότερα κολπίτιδες από μύκητες και ουρολοιμώξεις, γεγονός που μπορεί να κάνει το σεξ οδυνηρό ή άβολο.
  • Οστεοαρθρίτιδα: Οι άνθρωποι που βιώνουν πόνο στις αρθρώσεις και δυσκαμψία μπορεί να δυσκολεύονται να συμμετάσχουν σε σεξουαλικές δραστηριότητες.
  • Καρδιακές παθήσεις: Οι καρδιακές παθήσεις μπορεί να σχετίζονται με βλάβες των αιμοφόρων αγγείων και μειωμένη κυκλοφορία. Αυτό μπορεί να έχει σαν αποτέλεσμα τη μειωμένη ροή του αίματος στα γεννητικά όργανα, μειώνοντας την διέγερση ή τη λίπανση.
  • Υψηλή αρτηριακή πίεση: Η υψηλή αρτηριακή πίεση μπορεί επίσης να επηρεάσει την κυκλοφορία του αίματος.
  • Καρκίνος: Οι θεραπείες για καρκίνο, συμπεριλαμβανομένης της χειρουργικής επέμβασης, της χημειοθεραπείας και της ακτινοβολίας, μπορούν να επηρεάσουν τη λίμπιντο.
  • Αποφρακτική άπνοια ύπνου: Η αποφρακτική άπνοια ύπνου που δεν αντιμετωπίζεται μπορεί να προκαλέσει μειωμένη λίμπιντο.

Λήψη φαρμάκων
Ορισμένα φάρμακα μπορεί να προκαλέσουν σεξουαλική δυσλειτουργία ή μειωμένη σεξουαλική επιθυμία. Σε αυτά τα φάρμακα περιλαμβάνονται:

  • Αντικαταθλιπτικά φάρμακα
  • Αντιψυχωσικά που αυξάνουν τα επίπεδα προλακτίνης
  • Ορμονική αντισύλληψη
  • Αντιϋπερτασικά φάρμακα

Η χρήση ναρκωτικών ή η υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ μπορεί να οδηγήσει σε χαμηλή λίμπιντο.

Συναισθηματικοί και ψυχολογικοί παράγοντες
Πολλοί συναισθηματικοί και ψυχολογικοί παράγοντες μπορούν να επηρεάσουν την επιθυμία ενός ατόμου για σεξ.
Ζητήματα ψυχικής υγείας που προκύπτουν από άγχος, κατάθλιψη, κόπωση, χαμηλή αυτοεκτίμηση ή προηγούμενη σεξουαλική κακοποίηση μπορούν να μειώσουν το ενδιαφέρον ενός ατόμου για σεξουαλική δραστηριότητα.
Τα προβλήματα σχέσεων, όπως η έλλειψη εμπιστοσύνης, οι συγκρούσεις και η κακή επικοινωνία, μπορούν επίσης να μειώσουν τη σεξουαλική επιθυμία ενός ατόμου.

Εμμηνόπαυση
Τα σεξουαλικά προβλήματα που σχετίζονται με την εμμηνόπαυση είναι συχνά αποτέλεσμα των μειωμένων επιπέδων οιστρογόνων.
Η εμμηνόπαυση προκαλεί επίσης μείωση της τεστοστερόνης, την οποία οι γυναίκες παράγουν σε μικρές ποσότητες. Τα χαμηλότερα επίπεδα τεστοστερόνης μπορούν να συμβάλουν στην έλλειψη σεξουαλικής επιθυμίας.

Μετά την εμμηνόπαυση, τα χαμηλά επίπεδα οιστρογόνων μπορούν να προκαλέσουν ατροφία και ξηρότητα του κόλπου, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε δυσφορία και πόνο κατά τη σεξουαλική επαφή.

Εάν ένα άτομο βιώνει δυσφορία ή πόνο κατά τη διάρκεια του σεξ, μπορεί να αρχίσει να συσχετίζει αυτά τα συναισθήματα με το σεξ και να έχει λίγο ή καθόλου ενδιαφέρον για αυτό.

Εγκυμοσύνη και θηλασμός
Οι ορμονικές αλλαγές που συμβαίνουν κατά τη διάρκεια και μετά την εγκυμοσύνη μπορούν να επηρεάσουν τη σεξουαλική επιθυμία μιας γυναίκας. Αυτές οι αλλαγές επηρεάζουν την κάθε γυναίκα διαφορετικά. Ορισμένες γυναίκες μπορεί να έχουν αυξημένο ενδιαφέρον για σεξ, ενώ άλλες μπορεί να έχουν ελαττωμένη λίμπιντο.
Οι γυναικείες ορμόνες συνεχίζουν να παρουσιάζουν διακυμάνσεις κατά τη διάρκεια των μηνών μετά τον τοκετό, κάτι που μπορεί να επηρεάσει και τη σεξουαλική επιθυμία κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Επιπλέον οι αλλαγές που συμβαίνουν στο σώμα όπως η αλλαγή προτεραιοτήτων με τον ερχομό του νέου μέλους, μπορεί να έχουν αρνητική επίδραση στη σεξουαλική επιθυμία. 
Τέλος για αρκετές γυναίκες μπορεί να είναι επώδυνες οι σεξουαλικές επαφές είτε λόγω τραυματισμών του περινέου κατά τη διάρκεια των επαφών, είτε λόγω των χαμηλών επιπέδων οιστρογόνων και της επακόλουθης ατροφίας του κόλπου που συχνά συνοδεύει το θηλασμό.

Διαβάστε περισσότερα για τις σεξουαλικές επαφές κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης & μετά τον τοκετό

Ποια είναι η θεραπεία της μειωμένης λίμπιντο;

Η θεραπεία για χαμηλή λίμπιντο συχνά εξαρτάται από την αιτία του προβλήματος.

Για παράδειγμα, μπορεί να απαιτηθεί η αλλαγή ενός φαρμάκου που προκαλεί παρενέργειες που σχετίζονται μείωση της σεξουαλικής επιθυμίας ή η θεραπεία τυχόν υποκείμενων νοσημάτων που μειώνουν τη σεξουαλική επιθυμία του ατόμου.

Μερικές φορές, οι απλές αλλαγές στον τρόπο ζωής μπορούν να βοηθήσουν ένα άτομο να ανακτήσει τη σεξουαλική επιθυμία. Η υιοθέτηση μιας υγιεινής διατροφής, ο επαρκής ύπνος, η μείωση ή η διακοπή της κατανάλωσης αλκοόλ και η απώλεια βάρους μπορεί να βοηθήσουν στην αύξηση του ενδιαφέροντος για το σεξ και στη βελτίωση της γενικής υγείας ενός ατόμου.

Σε μερικούς ανθρώπους, η ψυχολογική υποστήριξη μπορεί να βοηθήσει. Η θεραπεία μπορεί να βοηθήσει τους ανθρώπους να αντιμετωπίσουν τραυματικές εμπειρίες του παρελθόντος, να βελτιώσουν την αυτοεκτίμησή τους και να ενισχύσουν τη σχέση τους με τον σύντροφό τους.

Ορμονική θεραπεία
Μπορεί να χορηγηθεί θεραπεία με οιστρογόνα (θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης) για την αντιμετώπιση της χαμηλής λίμπιντο που οφείλεται στην εμμηνόπαυση ή σε άλλες ορμονικές διαταραχές, αν και δεν είναι τεκμηριωμένο ότι η χορήγηση οιστρογόνων είναι αποτελεσματική για την αντιμετώπιση της χαμηλής λίμπιντο.

Η τοπική χορήγηση οιστρογόνων μπορεί να βοηθήσει σε γυναίκες με κολπικά συμπτώματα, όπως η ξηρότητα.

Οι αναγεννητικές θεραπείες
Οι κυριότερες είναι:

  • Κολπικά Lasers: Βελτιώνουν κυρίως την κολπική ατροφία και τη χαλάρωση των ιστών, χωρίς να έχουν τόσο άμεσο αποτέλεσμα στη γυναικεία σεξουαλική δυσλειτουργία. Μετά τη θεραπεία μπορεί να υπάρξει κολπικός ερεθισμός και οίδημα, ενώ πρέπει να αποφεύγεται η ερωτική επαφή για λίγες ημέρες.
  • Ραδιοσυχνότητες: Φαίνεται ότι υπολείπονται των κολπικών lasers σε αποτελεσματικότητα.
  • Αυτόλογη μεσοθεραπεία με πλάσμα πλούσιο σε αιμοπετάλια: Οι ενέσεις διενεργούνται περί την κλειτορίδα και στο πρόσθιο κολπικό τοίχωμα. Συχνά συνδυάζεται με τα κολπικά lasers, ώστε να βελτιώσει πιο άμεσα τη σεξουαλική λειτουργία της γυναίκας.
  • Θεραπεία με Κρουστικά Κύματα χαμηλής έντασης: Είναι μια εντελώς νέα θεραπευτική προσέγγιση. Πρόκειται για θεραπεία που αποσκοπεί όχι μόνο στη ανάπλαση των κολπικών ιστών, αλλά και των έξω γεννητικών οργάνων της γυναίκας. Η μέθοδος αυτή, που επί χρόνια χρησιμοποιείται στην αντιμετώπιση της στυτικής δυσλειτουργίας των ανδρών, φαίνεται ότι ωφελεί και τη γυναικεία σεξουαλική δυσλειτουργία. Εκτός του ότι ενισχύει την ελαστικότητα και το πάχος του κολπικού επιθηλίου, βελτιώνει επίσης την αιμάτωση κόλπου και έξω γεννητικών οργάνων. Με τον τρόπο αυτό, αυξάνει την ερωτική επιθυμία και διευκολύνει τη σεξουαλική διέγερση και τον οργασμό. Υπάρχουν ενδείξεις ότι μπορεί να συμβάλλει και στον περιορισμό της ακράτειας ούρων μέσω ενδυνάμωσης του ουρηθρικού σφιγκτήρα.

Πότε θα πρέπει να ζητήσω ιατρική βοήθεια;
Εάν η χαμηλή λίμπιντο έχει σημαντική επίδραση στη ζωή ενός ατόμου, θα πρέπει να μιλήσει σε γιατρό. Η χαμηλή λίμπιντο μπορεί να προκαλέσει επιπλέον άγχος σε μερικούς ανθρώπους, κάτι που μπορεί να επηρεάσει τη συνολική ψυχική και σωματική υγεία τους.

Μερικά σημάδια ότι ένα άτομο πρέπει να μιλήσει με το γιατρό του σχετικά με τη χαμηλή λίμπιντο περιλαμβάνουν:

  • Τεταμένη σχέση με έναν σύντροφο
  • Κακή αυτοεκτίμηση, κοινωνική απομόνωση ή άγχος που οδηγεί σε μειωμένη ποιότητα ζωής
  • Καμία βελτίωση μετά από άλλες προσπάθειες αύξησης της λίμπιντο

Η μειωμένη λίμπιντο είναι ένα σύμπτωμα που δε θα πρέπει να προκαλεί αμηχανία. Είναι μια κοινή εμπειρία και μπορεί να αποτελεί ένα σύμπτωμα μιας υποκείμενης πάθησης ή παρενέργεια πολλών διαφορετικών παραγόντων.

Η συζήτηση με το γιατρό μπορεί να βοηθήσει ένα άτομο να αντιμετωπίσει το πρόβλημα και να βρει μια αποτελεσματική θεραπεία ή να τον παραπέμψει κάποιον σε ειδικό σεξουαλικής υγείας.


Σχετικά θέματα: